Υπέρ της πλήρους απελευθέρωσης όλων των επαγγελμάτων τάσσεται με απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Το ΣτΕ επικαλείται το άρθρο του Συντάγματος περί επαγγελματικής ελευθερίας, δηλαδή ελεύθερης επιλογής και άσκησης επαγγέλματος και ως εκ τούτου αποκλείει τη διατήρηση κλειστών επαγγελμάτων για οποιουσδήποτε λόγους.
Η απόφαση του ΣτΕ ανοίγει τον δρόμο για την πλήρη εφαρμογή του νόμου για το άνοιγμα των επαγγελμάτων που θεωρητικά βρίσκεται σε ισχύ από τις 2 Ιουλίου.
Γενική είναι η εκτίμηση ότι η απόφαση θα βρει εφαρμογή σε πλήθος επαγγελμάτων που παραμένουν κλειστά ή «μισόκλειστα», με πρώτο στη σειρά το επάγγελμα των ιδιοκτητών ταξί.
Η απόφαση βρίσκεται ουσιαστικά στο ίδιο μήκος κύματος με την απόφαση του υπουργού Μεταφορών Γιάννη Ραγκούση, ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει το Προεδρικό Διάταγμα που είχε αφήσει ο προκάτοχός του Δημήτρης Ρέππας για το θέμα της απελευθέρωσης του επαγγέλματος των ταξί.
Η Ολομέλεια του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου έκρινε ότι δεν μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στην επαγγελματική ελευθερία για λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύσει για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων επαγγελματικών κλάδων με την αποτροπή εισόδου σε αυτόν νέων επαγγελματιών. Έτσι, το ΣΤΕ ανοίγει διάπλατα τον δρόμο για την άρση των εναπομείναντων περιορισμών στις αδειοδοτήσεις της διοίκησης.
Σύμφωνα με τη νέα απόφαση του ΣΤΕ, το πέμπτο άρθρο του Συντάγματος κατοχυρώνει ως ατομικό δικαίωμα την προσωπική και την οικονομική ελευθερία. Ως εκ τούτου, «ειδικότερη εκδήλωση αυτής της ελευθερίας αποτελεί η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή, η ελευθερία επιλογής και άσκήσεως ορισμένου επαγγέλματος» αναφέρεται στο κείμενο.
Σύμφωνα με το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, «τέτοιο λόγο δεν συνιστά η προστασία του οικονομικού συμφέροντος των ήδη δραστηριοποιούμενων σε συγκεκριμένο επαγγελματικό κλάδο, με την αποτροπή της εισόδου στον κλάδο αυτό νέων επαγγελματιών και της εκ του λόγου τούτου μειώσεως των προσόδων από την άσκηση της επαγγελματικής αυτής δραστηριότητας».
Έτσι, το ΣΤΕ κρίνει ότι «δεν μπορεί να εξαρτηθεί η χορήγηση διοικητικής αδείας για την άσκηση επαγγέλματος από την προηγούμενη εκτίμηση της Διοικήσεως ότι συντρέχει πραγματική ανάγκη για την άσκησή του, ως εκ τούτου του, ότι οι ήδη ασκούντες το επάγγελμα αυτό δεν επαρκούν για να καλύψουν τις σχετικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου».