Ο Σταύρος Κοσουτζής, αγρότης και μέλος της Φωνής Λογικής Ροδόπης, περιγράφει σε ανάρτηση του το πώς η κατάρρευση της τιμής στο σκληρό σιτάρι δεν αντανακλάται καθόλου στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Την ώρα που οι παραγωγοί γονατίζουν, οι καταναλωτές συνεχίζουν να πληρώνουν πανάκριβα ψωμί, ζυμαρικά και αλεύρι, σε ένα τοπίο χωρίς ουσιαστικούς ελέγχους.
Ακολουθεί η ανάρτηση:
«Το σιτάρι κατρακυλά, οι τιμές στα ράφια μένουν… ακλόνητες
Τρία χρόνια μετά το «ράλι» του σκληρού σιταριού, η εικόνα της αγοράς μοιάζει με κακόγουστο αστείο. Το 2022 το σκληρό σιτάρι έφτασε μέχρι και τα 0,48 €/κιλό (α ποιότητα) στον παραγωγό και οι τιμές σε ψωμί, αλεύρι και ζυμαρικά εκτοξεύτηκαν μέσα σε λίγες εβδομάδες. Τα μακαρόνια στα σούπερ μάρκετ αυξήθηκαν περίπου 24% μέσα σε 90 μέρες (ανάμεσα Μάρτιο-Ιούνιο 2022).
Το αλεύρι αυξήθηκε 27% στο ίδιο διάστημα και με παρόμοιες συνθήκες για προϊόντα αρτοποιίας/ζυμαρικών. Σήμερα, το 2025, η τιμή παραγωγού έχει πέσει κάτω από το μισό, ακόμη και στα 0,20–0,25 €/κιλό, όμως στα ράφια… τίποτα.
Το μικρό ψωμί που πριν το 2022 κόστιζε 0,80 €, συνεχίζει να πωλείται 1,20 € ή και περισσότερο. Μακαρόνια, αλεύρι, προϊόντα ζύμης παραμένουν στα ύψη, σαν να μην έχει συμβεί απολύτως τίποτα. Όταν το κόστος πρώτης ύλης ανεβαίνει, οι τιμές στο ράφι τρέχουν σαν πύραυλος. Όταν το κόστος πέφτει, κατεβαίνουν σαν φτερό ή, συχνά, δεν κατεβαίνουν καθόλου.
Οι βιομηχανίες επικαλούνται αποθέματα, ενεργειακό κόστος, μισθούς. Όμως τρία χρόνια συνεχούς πτώσης της πρώτης ύλης, με τις ενεργειακές τιμές σταθεροποιημένες, δεν δικαιολογούν τη διατήρηση τιμών που αυξήθηκαν μέσα σε τρεις μήνες αλλά δεν υποχωρούν μέσα σε τρία χρόνια.
Η αγροτιά πεθαίνει
Κι ενώ οι καταναλωτές πληρώνουν ακριβά, οι ίδιοι οι παραγωγοί γονατίζουν. Οι τιμές παραγωγού κατρακυλούν. Οι επιδοτήσεις μειώνονται: ήδη ανακοινώνονται 20% χαμηλότερες για την επόμενη χρονιά, που θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στο ράφι του καταναλωτή.
Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ έχει επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την εμπιστοσύνη των αγροτών. Το αποτέλεσμα; Υπολογίζεται ότι μόνο φέτος 150.000 Έλληνες αγρότες θα εγκαταλείψουν το επάγγελμα.
Η αγροτική οικονομία συρρικνώνεται και μαζί της καταρρέει η εγχώρια αυτάρκεια. Αν η Ελλάδα χάσει την παραγωγική της βάση, θα αναγκαστεί να εισάγει βασικά αγαθά από τρίτες χώρες, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι εκεί δεν τηρούνται οι ίδιες προδιαγραφές για φυτοφάρμακα, υπολείμματα και ποιοτικούς ελέγχους. Με άλλα λόγια, θα πληρώνουμε περισσότερο για προϊόντα χαμηλότερης ασφάλειας και ποιότητας.
Φίλε καταναλωτή: Η μάχη είναι και δική σου. Σήμερα μπορεί να πληρώνεις απλώς ακριβότερο ψωμί.
Αύριο, όμως, τα παιδιά σου θα βρεθούν μπροστά σε τρόφιμα αμφίβολης ποιότητας, προϊόντα που θα έρχονται από χώρες χωρίς τους αυστηρούς ευρωπαϊκούς κανόνες. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι παίζεται η υγεία του οικογενειακού τραπεζιού.
Ο αγώνας των Ελλήνων αγροτών δεν αφορά μόνο ένα επάγγελμα που η κυβέρνηση έχει αφήσει «βάρκα στο γιαλό». Αφορά την πρόσβαση όλων μας σε φθηνές τιμές, ποιοτικά προϊόντα, ασφαλή για τα παιδιά μας. Στον αγώνα του παραγωγού πρέπει να σταθούμε όλοι συμπαραστάτες, γιατί αγωνιζόμαστε για το αυτονόητο: να μπορούμε να τρώμε ελληνικό, ποιοτικό ψωμί και ζυμαρικά, χωρίς να φοβόμαστε τι κρύβει το πιάτο μας. Πού είναι ο ελεγκτικός μηχανισμός;
Στην Ελλάδα του 2.0 το 2025 κανείς δεν ελέγχει αν οι μειώσεις στο κόστος μεταφέρονται στον καταναλωτή ή αν στηρίζεται ο παραγωγός. Δεν υπάρχουν δεσμευτικές ρήτρες, δεν υπάρχουν ουσιαστικές κυρώσεις.
Οι αλευρόμυλοι και οι μεγάλες αλυσίδες μπορούν να κρατούν τις τιμές ψηλά, ενώ οι παραγωγοί βλέπουν το προϊόν τους να ξεπουλιέται κάτω από το μισό της παλιάς τιμής. Πότε θα έρθει η ώρα του πραγματικού ελέγχου;
Αν η Πολιτεία δεν θεσπίσει διαφανείς μηχανισμούς παρακολούθησης της αλυσίδας αξίας από το χωράφι μέχρι το ράφι, η ιστορία θα επαναλαμβάνεται: Αυξήσεις αστραπιαίες, μειώσεις… με το σταγονόμετρο, και η Ελλάδα θα πεινάει πάνω στη γη που γεννά το ψωμί της, θερισμένη από αδιαφορία».




























































