Του Μιχάλη Καρχιμάκη
Με την ανεξέλεγκτη κερδοσκοπική δράση τους, τα funds που αγοράζουν κόκκινα δάνεια, οι servicers που τα διαχειρίζονται και οι τράπεζες, που είναι οι μεγάλοι ωφελημένοι από αυτό το μοντέλο διαχείρισης των προβληματικών δανείων, έχουν δημιουργήσει ένα νέο πρόβλημα με σοβαρές οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις, που μοιάζει να περνάει εντελώς απαρατήρητο από την κυβέρνηση.
Το σχέδιο «Ηρακλής», για την τιτλοποίηση χαρτοφυλακίων κόκκινων δανείων από τις τράπεζες με εγγυήσεις από τους φορολογούμενους, πέτυχε τον στόχο του. Τα κόκκινα δάνεια, που είχαν φθάσει να αντιστοιχούν στα μισά χαρτοφυλάκια δανείων των ελληνικών τραπεζών στη διάρκεια της μεγάλης κρίσης, έφυγαν από τους τραπεζικούς ισολογισμούς και οι τράπεζες έχουν σήμερα μονοψήφια ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς τους.
Αλχημείες του σχεδίου «Ηρακλής»
Στην πραγματικότητα, το σχέδιο «Ηρακλής» είχε μια… αλχημιστική λειτουργία για τις τράπεζες, μετατρέποντας προβληματικά δάνεια σε καλά ομόλογα, εγγυημένα από τον φορολογούμενο.
Σε μια απλοϊκή περιγραφή, το σύστημα λειτούργησε ως εξής: οι τράπεζες διέθεσαν χαρτοφυλάκια δανείων σε funds με έδρα στον φορολογικό παράδεισο της Ιρλανδίας.
Δημιουργήθηκαν δύο γενικές κατηγορίες τιτλοποιημένων δανείων: όσα πήραν την καλύτερη βαθμολογία από οίκους αξιολόγησης έγιναν τίτλοι που πήραν την εγγύηση του Δημοσίου και γύρισαν πίσω στο ενεργητικό των τραπεζών. Με αυτή τη διαδικασία –και φυσικά με την κρατική εγγύηση- προβληματικά δάνεια μετατράπηκαν σε «καλά» ομόλογα, που τα κατέχουν οι τράπεζες και τα οποία θα πληρωθούν ό,τι και αν γίνει: αν όχι από τους δανειολήπτες, τότε από το κράτος!
Μέσα από τον μηχανισμό αυτό, φθάσαμε σήμερα να υπάρχουν εκτός του τραπεζικού συστήματος δάνεια 70 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο ένα τρίτο του ΑΕΠ της χώρας, τα οποία έχουν υπό τη διαχείρισή τους οι ειδικές εταιρείες διαχείρισης δανείων, οι servicers, οι οποίες δημιουργήθηκαν από την απόσχιση των αντίστοιχων τμημάτων των ελληνικών τραπεζών και με κεφάλαια διεθνών εταιρειών του κλάδου.
Ήδη έχει δημιουργηθεί ένα ολιγοπώλιο και σε αυτόν τον κλάδο του χρηματοπιστωτικού τομέα, με τρεις μεγάλες εταιρείες (DoValue, Intrum, Cepal) να διαχειρίζονται πάνω από το 90% των δανείων.
Οι αθλιότητες των διαχειριστών των δανείων που πούλησαν οι τράπεζες
Το πρόβλημα για την ελληνική οικονομία και κοινωνία είναι ότι οι servicers δεν δείχνουν να διαχειρίζονται αυτά τα δάνεια με βασική προτεραιότητα την επίτευξη βιώσιμων ρυθμίσεων, που θα επιτρέψουν στους δανειολήπτες να εξυπηρετήσουν το χρέος και να επανέλθουν στην κανονικότητα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.
Υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις -μιλάμε για ενδείξεις, γιατί σχετικά επίσημα στοιχεία δεν υπάρχουν- ότι οι servicers προσπαθούν με αθλιότητες να μεγιστοποιήσουν τις εισπράξεις, αδιαφορώντας αν οι λύσεις που προτείνουν στους δανειολήπτες είναι βιώσιμες, ή αν είναι όντως αναγκαία η προσφυγή σε δικαστικά μέσα για τη ρευστοποίηση εξασφαλίσεων μέσω πλειστηριασμών.
Τα δάνεια που τιτλοποιήθηκαν έχασαν μεγάλο μέρος της λογιστικής τους αξίας. Ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε δανείου και των εξασφαλίσεων, μπορεί να τιτλοποιήθηκαν ακόμη και στο 5% της λογιστικής αξίας!
Αυτές οι τεράστιες «εκπτώσεις» που δίνουν οι τράπεζες στα funds και τους servicers με ένα τεράστιο περιθώριο για να προχωρήσουν σε ρυθμίσεις, σταθμίζοντας τις ιδιαιτερότητες του κάθε δανειολήπτη, ώστε να διαμορφώνεται μια πρόταση βιώσιμης ρύθμισης της οφειλής.
Στην πράξη, όμως, οι servicers προτάσσουν τη μεγιστοποίηση της ανάκτησης. Σε δάνεια με ικανοποιητικές εξασφαλίσεις, οι προτάσεις ρύθμισης που δίνουν έχουν μάλλον «αρπακτικό» χαρακτήρα. Μοιάζουν να αποσκοπούν περισσότερο στην υφαρπαγή των περιουσιακών στοιχείων με πλειστηριασμό -κρίσιμη σημείωση: στους περισσότερους από αυτούς τους πλειστηριασμούς μέχρι τώρα οι αγοραστές είναι τράπεζες. Δίνοντας μια ασύμφορη πρόταση ρύθμισης, οι servicers οδηγούν σε αποτυχία της διαδικασίας ρύθμισης για να φτάσουν στον πλειστηριασμό.
Ακόμη και σε δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις που έχουν τιτλοποιηθεί σε ελάχιστο ποσοστό της λογιστικής αξίας τους, οι servicers κάνουν μεν προτάσεις για κούρεμα, αλλά φροντίζουν και πάλι το ποσό που θα ανακτηθεί να είναι υπερπολλαπλάσιο Για παράδειγμα, αν ένα καταναλωτικό δάνειο χωρίς εξασφαλίσεις έχει τιτλοποιηθεί στο 5% της λογιστικής αξίας, ζητούν να εισπράξουν έως και το 50%, ακόμη και αν διαπιστώνουν ότι ο δανειολήπτης δυσκολεύεται να ανταποκριθεί.
Καθημερινά είναι τα παραδείγματα -έχουν μάλιστα εκδοθεί και δικαστικές αποφάσεις υπέρ των δανειοληπτών- όπου οι servicers εντελώς καταχρηστικά κινούν διαδικασίες για να βγουν στο σφυρί ακίνητα με αξία πολλαπλάσια από την οφειλή. Κατοικίες αξίας 200.000 ευρώ βγαίνουν στο σφυρί για χρέη 10.000 ή 20.000 ευρώ!
Λειτουργούν ως κοράκια και τοκογλύφοι με την σφραγίδα του άδικου νόμου
Είναι φανερό ότι το κύκλωμα τραπεζών – funds και servicers δεν λειτουργεί με τρόπο που θα επιτρέψει γρήγορα αυτά τα 70 δισ. προβληματικών δανείων να επανέλθουν σε κανονική εξυπηρέτηση, ώστε τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις να ξαναπιάσουν το νήμα της κανονικότητας στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Λειτουργούν ως κοράκια και τοκογλύφοι με την αδιαφανή, άδικη και ασύδοτη σφραγίδα του νόμου.
Την ίδια ώρα που «τα φτωχαδάκια οι τραπεζίτες» αποφασίζουν για τους εαυτούς τους μισθούς πάνω από 100.000 ευρώ τον μήνα.
Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί επισημαίνουν ότι αυτά τα δάνεια που βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος πρέπει να διευθετηθούν το συντομότερο για να πάψουν να αποτελούν «βαρίδι» για την εθνική οικονομία.
Είναι εξαιρετικά σημαντικό να ρυθμιστούν τα δάνεια αυτά με δίκαιο τρόπο, από τη στιγμή μάλιστα που οι φορολογούμενοι ήταν και πάλι αυτοί που επιβαρύνθηκαν με τις εγγυήσεις και κινδυνεύουν να κληθούν αργότερα να εξυπηρετήσουν νέα χρέη, εάν καταπέσουν οι εγγυήσεις. Είναι αδιανόητο να γίνεται ο φορολογούμενος εγγυητής μιας διαδικασίας που οδηγεί σε ακραία κερδοσκοπία εις βάρος νοικοκυριών και επιχειρήσεων και σε μαζική αρπαγή περιουσιών!
Το κράτος παρενέβη ως εγγυητής, αλλά οφείλει πλέον να παρέμβει και ως ρυθμιστής αυτής της νέας αγοράς, αν και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει αποδείξει ως τώρα πως συντάσσεται πλήρως με τα κερδοσκοπικά συμφέροντα του τραπεζικού τομέα και όχι με τα ελληνικά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Η κυβέρνηση οφείλει να πει «Ως εδώ!» και να σταματήσει την συγκάλυψη στην ακραία κερδοσκοπία. Οφείλει να θέσει όρια στα κέρδη που μπορούν να αποκομίζουν όλοι οι εμπλεκόμενοι από την ανάκτηση των προβληματικών δανείων.
Αν δεν το κάνει, θα έχει επιτρέψει ένα πρωτοφανές πλιάτσικο εις βάρος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, ενώ τα προβληματικά δάνεια θα μείνουν για πολλά χρόνια ως «βαρίδι» στην ελληνική οικονομία και κοινωνία.