Για «δημοσιογραφική στρέβλωση» κάνουν λόγο η ΕΣΗΕΑ και η ΕΣΠΗΤ, καταγγέλλοντας τη «στείρα αναπαραγωγή non paper» από «μερίδα ενημερωτικών σελίδων», με αφορμή την τραγωδία με τη σύγκρουση τρένων στα Τέμπη.
«Οι προειδοποιήσεις των εργαζομένων στους σιδηροδρόμους δεν είχαν την κάλυψη που αναλογούσε στην σοβαρότητα του ζητήματος και τα λίγα, αλλά υπαρκτά, ρεπορτάζ δημοσιογράφων, ΜΜΕ και ερευνητικών δημοσιογραφικών ομάδων δεν αναπαρήχθησαν», τονίζουν επιπλέον τα διοικητικά συμβούλια των δύο Ενώσεων.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΕΣΗΕΑ και της ΕΣΠΗΤ:
«Οι δημοσιογράφοι της Αθήνας συμμετέχουν, όπως και ολόκληρη η χώρα, στο βαρύτατο πένθος για τους συνανθρώπους μας που χάθηκαν άδικα και συμπαρίστανται στην οδύνη των οικογενειών και των οικείων τους. Η τραγωδία στα Τέμπη αναδεικνύει, με οδυνηρότατο τρόπο αυτή τη φορά, τα δομικά προβλήματα που μαστίζουν τα ελληνικά ΜΜΕ. Οι προειδοποιήσεις των εργαζομένων στους σιδηροδρόμους δεν είχαν την κάλυψη που αναλογούσε στην σοβαρότητα του ζητήματος και τα λίγα, αλλά υπαρκτά, ρεπορτάζ δημοσιογράφων, ΜΜΕ και ερευνητικών δημοσιογραφικών ομάδων δεν αναπαρήχθησαν.
Όσο τα ΜΜΕ απομακρύνονται από την αποστολή τους να ελέγχουν την εξουσία, όσο στην ιεράρχηση των ειδήσεων κυριαρχούν κριτήρια άσχετα με την υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος, όσο οι επιχειρήσεις ΜΜΕ περιορίζονται να λειτουργούν απλώς ως επιχειρήσεις και με όρους τηλεθέασης και επισκεψιμότητας, όσο οι δημοσιογράφοι υφίστανται περιορισμούς στο να ερευνούν, τόσο θα αποδυναμώνονται οι θεσμικές εγγυήσεις για την λειτουργία του κράτους. Η στείρα αναπαραγωγή non paper, ακόμη και αυτές τις τραγικές ώρες, από μερίδα ενημερωτικών σελίδων, είναι άλλο ένα δείγμα δημοσιογραφικής στρέβλωσης.
Ο δημοσιογραφικός κλάδος αναλαμβάνει το μέρος της ευθύνης που του αναλογεί. Τα Διοικητικά Συμβούλια της ΕΣΗΕΑ και της ΕΣΠΗΤ θεωρούν ότι διερμηνεύουν τη βούληση των δημοσιογράφων, αναλαμβάνοντας τη δέσμευση ότι τα αίτια και οι ευθύνες για αυτή την ανείπωτη φρίκη θα ερευνηθούν σε βάθος, με ψυχραιμία, επαγγελματισμό και τεκμηρίωση. Ακριβώς όπως συμβαίνει αυτές τις ώρες από την πλειονότητα των συναδέλφων, ιδιαίτερα όλων όσοι βρίσκονται στην «πρώτη γραμμή», άυπνοι, υπό δραματικές συνθήκες».