«Μας έβγαλαν τα ρούχα και τα παπούτσια και μας έβαλαν σε στρατιωτικό φορτηγό, με το οποίο μας πήγαν κοντά στο ποτάμι, στα σύνορα με την Ελλάδα. Μας χτυπούσαν και φώναζαν να μην επιστρέψουμε στην Τουρκία. Μας σημάδευαν με τα όπλα και μας απειλούσαν ότι θα μας σκοτώσουν», αναφέρουν στις μαρτυρίες τους
Η συνεχιζόμενη τουρκική προκλητικότητα και η εργαλειοποίηση των παράνομων μεταναστών μέρα με τη μέρα κλιμακώνονται, με τις ελληνικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη φύλαξη των συνόρων να βρίσκονται σε κόκκινο συναγερμό.
Οι εικόνες ντροπής με τους 92 γυμνούς τραυματισμένους και ταλαιπωρημένους μετανάστες να ξεπαγιάζουν στην κοίτη του ποταμού Έβρου είναι μία ακόμη απόδειξη ότι η κατάσταση από την πλευρά της Τουρκίας αρχίζει να ξεφεύγει. Οι μαρτυρίες των δύστυχων μεταναστών συγκλονίζουν. Οι περιγραφές σοκάρουν και ξεπερνούν κάθε έννοια ανθρωπισμού και αξιοπρέπειας και αποδεικνύουν ότι οι Τούρκοι όχι μόνο δεν εφαρμόζουν τις διεθνείς υποχρεώσεις τους, αλλά παραβιάζουν κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το «Πρώτο Θέμα» δημοσιεύει τις καταθέσεις των κακοποιημένων μεταναστών, τις φωτογραφίες-ντοκουμέντο από το σημείο και την κατάσταση όπου βρέθηκαν παρουσιάζει όλο το παρασκήνιο της δραματικής αυτής ιστορίας και παράλληλα ανοίγει τον φάκελο με το τι πραγματικά συμβαίνει στην άλλη όχθη του Έβρου. Εκεί που τις τελευταίες εβδομάδες μεταφέρονται καθημερινά εκατοντάδες άνθρωποι από χώρες της Ασίας και της Αφρικής, συνοδεία της τουρκικής Στρατοχωροφυλακής, άνδρες της οποίας τους δέρνουν, τους ληστεύουν, τους αρπάζουν τα έγγραφα και τους πετάνε σε πλαστικές λέμβους να περάσουν τον Έβρο.
Το τι πραγματικά συνέβη το πρωινό της 14ης Οκτωβρίου, όταν εντοπίστηκαν στις 9 π.μ. από αστυνομικούς της συνοριακής φύλαξης αρχικά 78 μετανάστες και μιάμιση ώρα αργότερα άλλοι 14 (οι περισσότεροι -61- ήταν από το Αφγανιστάν, 5 από το Πακιστάν, 3 από το Μπανγκλαντές, το Ιράν και το Μαρόκο) γυμνοί και ταλαιπωρημένοι, αποκαλύπτεται μέσα από τις καταθέσεις που έδωσαν οι ίδιοι οι αλλοδαποί, παρουσία δύο ανακριτικών υπαλλήλων και πιστοποιημένου μεταφραστή.
«Παραδέχομαι ότι ήρθα παράνομα στην Ελλάδα. Είμαι από το Μπανγκλαντές και στις 13 Οκτωβρίου του 2022, τις πρώτες πρωινές ώρες, με συνέλαβε η Aστυνομία στην Τουρκία γιατί ήμουν παράνομος. Αφού είπα στους αστυνομικούς ότι θέλω να πάω στην Ελλάδα, με συνέλαβαν και μου είπαν ότι θα με πάνε αυτοί στην Ελλάδα. Οι ίδιοι οι αστυνομικοί μάς οδήγησαν εμένα και πάρα πολλά άτομα με τα πόδια για περίπου 5 χλμ. κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Όταν πηγαίναμε, γύρω μας ήταν αστυνομικοί και πίσω απ’ όλους μας ήταν στρατιωτικά φορτηγά. Οι αστυνομικοί μάς έλεγαν να πάμε γρήγορα και μας χτυπούσαν με τα ξύλα που κρατούσαν. Όταν φτάσαμε κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα, μας έβγαλαν τα ρούχα και τα παπούτσια και μας έβαλαν στην καρότσα των φορτηγών. Όταν φτάσαμε δίπλα στο ποτάμι, μας σταμάτησαν και μας χώρισαν σε ομάδες και μας έκρυψαν στη βλάστηση, λέγοντάς μας να κάνουμε ησυχία. Εκεί συνέχισαν να μας χτυπούν και κάποιοι αστυνομικοί Τούρκοι κρατούσαν τα όπλα στα χέρια σημαδεύοντάς μας και απειλώντας μας ότι αν μιλήσουμε θα μας σκοτώσουν. Κάθε ομάδα την περνούσαν με τρεις βάρκες που οδηγούσαν φίλοι των Τούρκων αστυνομικών. Εμένα με το γκρουπ μου με μετέφεραν στην Ελλάδα περίπου στις 4 τη νύχτα της 14ης Οκτωβρίου. Μείναμε εκεί κοντά γυμνοί μέχρι το πρωί που ήρθε η Ελληνική Αστυνομία, μάς πήγε στο Τμήμα και μας έδωσε ρούχα, φαγητό και νερό», αναφέρει ένας μετανάστης από το Μπανγκλαντές για τα όσα βίωσε στη γειτονική χώρα και το πώς έφτασε να σέρνεται γυμνός στην ελληνική πλευρά, στην κοίτη του Έβρου.
Στις επόμενες γραμμές απαντά στις ερωτήσεις των Αρχών:
Ερώτηση: «Μπορείς να περιγράψεις κάποιον ή κάποιους από τους Τούρκους αστυνομικούς ή τους οδηγούς-χειριστές της βάρκας που προανέφερες;».
Απάντηση: «Οι Τούρκοι αστυνομικοί ήταν περισσότεροι από έξι άτομα. Δεν είδα τα πρόσωπά τους γιατί φορούσαν μάσκα και φαίνονταν μόνο τα μάτια τους. Μάσκα είχαν και οι οδηγοί της βάρκας και κρατούσαν όπλα. Δεν ξέρω πόσοι ήταν συνολικά οι οδηγοί της βάρκας, αλλά στη δική μας ήταν δύο. Άλλο τίποτα δεν έχω να προσθέσω».
Μια δεύτερη μαρτυρία Αφγανού σοκάρει: «Είμαι από το Αφγανιστάν και στις 13 Οκτωβρίου περίπου στις 10.30 το βράδυ με συνέλαβε η Αστυνομία στην Τουρκία γιατί ήμουν παράνομος και ήθελα να έρθω στην Ελλάδα. Τότε μου πήραν το κινητό και τα λεφτά μου και μας συνέλαβαν. Μας έβγαλαν τα ρούχα μας και τα παπούτσια μας και μας έβαλαν να περπατήσουμε για μισή ώρα με τους αστυνομικούς να περπατάνε μαζί μας και να μας χτυπάνε με ξύλα για να περπατάμε πιο γρήγορα και να μη γυρίσουμε πίσω στην Τουρκία. Πίσω μας ερχόταν ένα στρατιωτικό όχημα. Κάποια στιγμή συναντηθήκαμε με ένα άλλο γκρουπ με μετανάστες γύρω από τους οποίους ήταν άλλοι Τούρκοι αστυνομικοί που ξεγύμνωσαν και αυτούς».
Ένας Αφγανός που και αυτός βίωσε τα βασανιστήρια της τουρκικής Στρατοχωροφυλακής αποκαλύπτει και μια άλλη πτυχή του modus operandi των Τούρκων. Το να βαφτίζουν δηλαδή κάποιους από τους μετανάστες επικεφαλής του κάθε γκρουπ προκειμένου να κυβερνούν τις βάρκες μετατρέποντάς τους στην ουσία σε διακινητές. Ως αντάλλαγμα τους δίνουν τα ρούχα, λίγο φαγητό και τους υπόσχονται ότι κάποια στιγμή θα τους επιτρέψουν να επιστρέψουν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζούσαν νόμιμα, είχαν δουλειές και οικογένεια προτού τους συλλάβει το καθεστώς Ερντογάν.
«Παραδέχομαι ότι ήρθα παράνομα στην Ελλάδα. Είμαι από το Αφγανιστάν και στις 13 Οκτωβρίου του 2022, στις 10 το βράδυ, μας συνέλαβε η Αστυνομία στην Τουρκία γιατί ήμουν παράνομος. Τότε μου πήραν το κινητό τηλέφωνο και μου είπαν να μην ξαναπατήσω στην Τουρκία και με χτύπησαν. Εκεί μας ρώτησαν ποιοι θέλουν να πάνε στην Κωνσταντινούπολη και ποιοι στην Ελλάδα. Διάλεξαν πέντε άτομα που θέλουν να πάνε στην Κωνσταντινούπολη και τους έδωσαν φαγητό και ρούχα. Εμάς μας έβγαλαν τα ρούχα και τα παπούτσια και μας έβαλαν σε στρατιωτικό φορτηγό χτυπώντας μας και φωνάζοντας να μην επιστρέψουμε στην Τουρκία.
Εμείς παρακαλέσαμε να πάμε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά αυτοί δεν δέχτηκαν. Τότε μάλιστα κάποιοι αστυνομικοί με όπλο που του το έβαλαν στον λαιμό και στα πλευρά απείλησαν συμπατριώτη μου λέγοντας ότι θα τον σκοτώσουν και δεν θα πάρει κανένας χαμπάρι. Τότε φοβήθηκα πάρα πολύ. Με ένα στρατιωτικό φορτηγό μάς πήγαν κοντά στο ποτάμι στα σύνορα με την Ελλάδα. Εκεί μας χώρισαν σε γκρουπ και μας έβαλαν να καθόμαστε κάτω με τα χέρια στο κεφάλι, κρυμμένοι στη βλάστηση. Εκεί μας ξαναχτύπησαν με τα όπλα στα χέρια και σημαδεύοντας μας απειλούσαν ότι θα μας σκοτώσουν», αναφέρει στην κατάθεσή του.
Τους τελευταίους μήνες οι ελληνικές υπηρεσίες είχαν καταγράψει ένα ακόμη καινούριο φαινόμενο: οι ορδές μεταναστών συνοδεύονται από άνδρες του τουρκικού Στρατού στον Έβρο. Πολλοί άνδρες αλλά και ολόκληρες οικογένειες που είχαν έγγραφα νόμιμης παραμονής στην Τουρκία, ακόμη και εργασία, τους άρπαζαν κυριολεκτικά οι Τούρκοι αστυνομικοί και με το ζόρι τούς έστελναν στον Έβρο.
Στόχος εν όψει των εκλογών είναι να δοθεί μια επίπλαστη εικόνα ότι ο «σουλτάνος» καθαρίζει τη χώρα από τους αλλοδαπούς που αρπάζουν τις δουλειές των Τούρκων υπηκόων. Αυτό άλλωστε το επιβεβαιώνει κι ένας από τους 92 μετανάστες που εντοπίστηκαν γυμνοί στον Έβρο. «Παραδέχομαι ότι ήρθα παράνομα στην Ελλάδα. Είμαι από το Αφγανιστάν και στις 13 Οκτωβρίου του 2022 με συνέλαβε η Αστυνομία στην Τουρκία παρότι είχα τουρκικά έγγραφα για να μείνω μόνιμα. Οι αστυνομικοί μού είπαν ότι δεν με θέλουν στην Τουρκία, μου είπαν να φύγω και να μην επιστρέψω τη νύχτα. Οι αστυνομικοί μάς οδήγησαν με τα πόδια για περίπου 10 χλμ. κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Όταν μας πήγαιναν, μπροστά και γύρω μας ήταν διάφοροι αστυνομικοί και πίσω μας ήταν στρατιωτικά φορτηγά.
Οι αστυνομικοί μάς οδηγούσαν σαν τα πρόβατα και για να μας κάνουν να πάμε πιο γρήγορα μας χτυπούσαν με τα ξύλα που κρατούσαν. Όταν φτάσαμε κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα, περίπου στις 10 το βράδυ της 13ης Οκτωβρίου, μας έβγαλαν όλα τα ρούχα και τα παπούτσια και μας επιβίβασαν στα φορτηγά. Όταν φτάσαμε δίπλα στο ποτάμι, σταμάτησαν, κατεβήκαμε και μας ρώτησαν ποιος θέλει τα ρούχα του και να πάει στην Κωνσταντινούπολη ελεύθερος. Πολλοί σήκωσαν το χέρι τους και επέλεξαν πέντε άτομα από αυτούς, μάλλον υπηκόους Πακιστάν και Μπανγκλαντές, τους οποίους έβαλαν να οδηγούν τις δύο βάρκες που θα μας μετέφεραν στην Ελλάδα.
Μετά μας χώρισαν σε ομάδες, μας έκρυψαν στη βλάστηση, γονατιστούς με τα χέρια στο κεφάλι, λέγοντάς μας να κάνουμε ησυχία. Κάθε ομάδα την περνούσαν με αυτές τις δύο βάρκες και τους οδηγούς που σας είπα πριν, στους οποίους είχαν δώσει τα ρούχα τους και φαγητό. Τη δική μου ομάδα τη μετέφερε στην Ελλάδα περίπου στη 1 τα μεσάνυχτα της 14ης Οκτωβρίου. Μείναμε εκεί μέχρι την ανατολή του ήλιου γυμνοί και είχε πολύ κρύο. Μετά προσπαθήσαμε να πάμε πίσω στην Τουρκία επιχειρώντας να βρούμε μια βάρκα, αλλά δεν τα καταφέραμε. Τότε περπατώντας βρήκαμε έναν δρόμο, τον ακολουθήσαμε και μας βρήκαν οι αστυνομικοί, που μας μετέφεραν στο Τμήμα. Θέλω να σας αναφέρω ότι όταν ήμασταν κρυμμένοι στους θάμνους στην τουρκική όχθη ήρθαν τέσσερις Τούρκοι αστυνομικοί δίπλα μου, με ρώτησαν κάτι για την οικογένειά μου κι εγώ τους απάντησα. Τότε ένας από τους Τούρκους αστυνομικούς έβγαλε το όπλο του, το πίεσε στα πλευρά μου και μου είπε: “Κάνε την τελευταία σου ευχή. Μπορώ να σε σκοτώσω και δεν έγινε τίποτα”. Μετά μου έβαλε το όπλο στον λαιμό. Εκεί φοβήθηκα ότι θα πεθάνω και έβαλα τα χέρια μου στα αυτιά μου. Ευτυχώς πήρε το όπλο, αλλά άρχισε να χτυπάει με τα χέρια και τα πόδια του τόσο αυτός, αλλά και κάποιοι από τους άλλους που ήταν μαζί του».
Ακολουθεί ένας μίνι διάλογος με τις Αρχές:
Ερώτηση: «Μπορείς να περιγράψεις κάποιον ή κάποιους από τους Τούρκους αστυνομικούς ή τους οδηγούς-χειριστές της βάρκας που προανέφερες;».
Απόκριση: «Οι Τούρκοι αστυνομικοί ήταν περισσότεροι από έξι άτομα και άλλαζαν συνεχώς. Δεν είδα τα πρόσωπά τους γιατί φορούσαν μάσκα. Τους οδηγούς της βάρκας δεν τους είδα γιατί είχε σκοτάδι και φοβόμουν. Άλλο τίποτα δεν έχω να προσθέσω».