Οι Αμερικάνοι εκτιμούσαν ήδη από τη δεκαετία του ’80 ότι ο Έβρος είναι απροσπέλαστος και μια στρατιωτική επιχείρηση στη Θράκη θα είχε υψηλό κόστος για τους Τούρκους
Όλα τα σενάρια ενός πιθανού ελληνοτουρκικού πολέμου έχουν επεξεργαστεί οι ΗΠΑ ήδη από τη δεκαετία του ’80 με τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες να αναλύουν τα δεδομένα της στρατιωτικής ισχύος των δύο χωρών τοποθετώντας επί χάρτου την εκτιμώμενη στρατηγική, που θα ακολουθούσαν Αθήνα και Άγκυρα σε περίπτωση σύγκρουσης.
Η επικίνδυνη κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας του τελευταίου χρονικού διαστήματος αποτελεί την ακραία κορύφωση της σταθερά επεκτατικής πολιτικής της γείτονα εις βάρος της χώρας μας από το 1974 με την εισβολή στην Κύπρο έως σήμερα. Η αποχαρακτηρισμένη απόρρητη έκθεση της CIA για μία ενδεχόμενη ελληνοτουρκική αναμέτρηση, που συντάχτηκε τον Ιούνιο του 1983, μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ, παρά το γεγονός ότι από τότε έχουν περάσει 40 ολόκληρα χρόνια, υπό το πρίσμα της καθημερινής πολεμικής ρητορικής και των πρωτοφανών απειλών της απέναντι πλευράς.
Οι Αμερικανοί αναλυτές από τη δεκαετία του ΄80 ήταν εξαιρετικά ανήσυχοι για την πορεία των ελληνοτουρκικών και τις σοβαρές αρνητικές συνέπειες, που θα είχε για τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, μία εμπλοκή στο Αιγαίο. «Πιστεύουμε ότι η πιο πιθανή σπίθα για σύγκρουση θα ήταν ένα ατύχημα — πιθανώς μια ακούσια αεροπορική σύγκρουση — που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκτεταμένη αεροπορική μάχη ή ακόμη και να κλιμακωθεί σε συνδυασμένες αεροπορικές, ναυτικές και χερσαίες επιχειρήσεις στο Αιγαίο», αναφέρεται στην απόρρητη έκθεση. Τη εποχή εκείνη η Ουάσιγκτον θεωρούσε ότι μία σκόπιμη επίθεση, όπως για παράδειγμα τουρκική εισβολή σε ένα ελληνικό νησί ή ένα ελληνικό χτύπημα σε τουρκικά αεροδρόμια, ήταν πολύ λιγότερο πιθανή, αλλά θα μπορούσε να συμβεί «εάν οποιαδήποτε πλευρά απογοητευόταν από τη διαδικασία διαπραγμάτευσης ή υποπτευόταν ότι η άλλη επρόκειτο να εξαπολύσει προληπτική επίθεση εναντίον της».
CIA: Η εκτίμηση από το 1983
Είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι το 1983 η CIA εκτιμούσε ότι υπήρχε ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, «αλλά πιστεύουμε ότι ο ανώτερος εξοπλισμός και η εκπαίδευση θα έδιναν στους Έλληνες ένα πλεονέκτημα στον αεροπορικό και ναυτικό αγώνα στο Αιγαίο ενώ ο μεγαλύτερος αριθμός στρατευμάτων θα έδινε στους Τούρκους ένα ξεκάθαρο πλεονέκτημα στην Κύπρο». Στο πλαίσιο αυτό, Ελλάδα και Τουρκία «θα ήταν περίπου ισοδύναμοι στη συνοριακή περιοχή της Θράκης και οι μάχες εκεί πιθανότατα θα κατέληγαν σε αδιέξοδο. Όποια μορφή κι αν έπαιρναν οι μάχες, ένας πόλεμος θα ήταν σχεδόν σίγουρα σύντομος και με μεγάλο κόστος και για τις δύο πλευρές». Μοναδικός κερδισμένος στην περίπτωση μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο συμμάχων στο ΝΑΤΟ θα ήταν, κατά τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, μόνο οι Σοβιετικοί.
Η σύγκρουση στο Αιγαίο θα μπορούσε να εξελιχθεί με διάφορους τρόπους και να κλιμακωθεί σε διαφορετικά επίπεδα έντασης, σημειώνεται στην απόρρητη έκθεση. «Θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα ενός ατυχήματος – όπως μια ακούσια αεροπορική σύγκρουση – ή μια καθαρή επιθετική ενέργεια. Ακόμη και σε περίπτωση ατυχήματος, οι μάχες θα μπορούσαν γρήγορα να επεκταθούν από τη συμμετοχή μόνο αεροπορικών δυνάμεων, για παράδειγμα, στην εμπλοκή ναυτικών και χερσαίων δυνάμεων. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να επεκταθεί στη Θράκη ή να επεκταθεί για να συμπεριλάβει την Κύπρο. Οι Έλληνες φαίνεται να έχουν το πάνω χέρι στο Αιγαίο ενώ οι Τούρκοι έχουν ξεκάθαρο πλεονέκτημα έναντι της Κύπρου».
CIA: Πού υπερτερεί η Ελλάδα
Ειδικότερα, «ενώ οι τακτικοί στρατιωτικοί στόχοι για τους Έλληνες και τους Τούρκους θα διαφέρουν σύμφωνα με τα διάφορα σενάρια, πιστεύουμε ότι ο βασικός στόχος πιθανότατα θα ήταν να νικήσει κάποιος από τις αρχές της σύγκρουσης για να χρησιμοποιηθεί η νίκη αυτή ως διαπραγματευτικό στοιχείο στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις». Μια πολεμική σύγκρουση μικρής διάρκειας θα ήταν το πιο πιθανό σενάριο με τον ακριβή χρόνο της να εξαρτάται σε κάθε περίπτωση από τα διαθέσιμα αποθέματα καυσίμων και πυρομαχικών κατά την έναρξη των εχθροπραξιών. «Πιστεύουμε ότι χωρίς εξωτερικό ανεφοδιασμό τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία θα είχαν δυσκολία να διατηρήσουν εντατικές μάχες περισσότερο από μία έως δύο εβδομάδες. Και οι δύο πλευρές πιθανότατα θα είχαν αρκετά καύσιμα στην αρχή αλλά και οι δύο θα αντιμετώπιζαν γρήγορα ελλείψεις πυραύλων αέρος-αέρος και επιφανείας-αέρος. Οι εχθροπραξίες θα μπορούσαν να διαρκέσουν ουσιαστικά περισσότερο από δύο εβδομάδες εάν οι δύο πλευρές περιόριζαν το εύρος των μαχών σε έναν αεροπορικό πόλεμο φθοράς, επιδρομές και πιθανώς συνοριακές αψιμαχίες στη Θράκη».
Στο μεταξύ, βάσει των τότε εκτιμήσεων της CIA, εάν το ελληνοτουρκικό επεισόδιο ήταν αποτέλεσμα ενός αεροπορικού ατυχήματος, που πιθανότατα θα είχε συμβεί στον εναέριο χώρο 6-10 μιλίων γύρω από τα ελληνικά νησιά, τότε η κλιμάκωση του θα αφορούσε αρχικά σε εκτεταμένες αερομαχίες και στη συνέχεια σε συνδυασμένες αεροπορικές, ναυτικές και χερσαίες επιχειρήσεις στο Αιγαίο. «Ο στρατιωτικός στόχος κάθε πλευράς μετά το αρχικό περιστατικό θα ήταν να εδραιώσει την αεροπορική υπεροχή αναζητώντας και εμπλέκοντας τα μαχητικά της άλλης χώρας και πιθανώς εξαπολύοντας επιθέσεις στα αεροδρόμιά της με σκοπό την καταστροφή αεροσκαφών. Εάν οι Έλληνες αποκτούσαν αεροπορική υπεροχή στα νησιά του Αιγαίου τότε θα μπορούσαν να εμποδίσουν και να διακόψουν κάθε ναυτική δύναμη, που οι Τούρκοι θα προσπαθούσαν να οργανώσουν. Η αεροπορική υπεροχή για τους Τούρκους, από την άλλη, θα μπορούσε να τους δώσει τη δυνατότητα να περιπολούν στο Αιγαίο σχεδόν κατά βούληση και να διακόψουν κάθε προσπάθεια των Ελλήνων να ενισχύσουν τα νησιά τους».
Σύμφωνα με το σενάριο των εναέριων μαχών, που κλιμακώνονται σε ναυτικές και χερσαίες επιχειρήσεις , «οι στρατιωτικοί στόχοι για τους Έλληνες –μετά ή παράλληλα με τις προσπάθειες επίτευξης αεροπορικής υπεροχής- θα ήταν η ενίσχυση των νησιωτικών στρατιωτικών δυνάμεων, η προστασία των νησιών από μια τουρκική επίθεση και η διατήρηση ανοιχτών θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας. Οι Έλληνες θα μπορούσαν επίσης να αρχίσουν να τοποθετούνται κατά μήκος των συνόρων στη Θράκη για να αποτρέψουν τους Τούρκους να μετακινήσουν πρόσθετα στρατεύματα νότια από την Πρώτη Στρατιά με τους Τούρκους να χρησιμοποιούν αεροπορικές και πιθανώς ναυτικές δυνάμεις για να αποκόψουν τις ελληνικές γραμμές ανεφοδιασμού από την ηπειρωτική χώρα, προκειμένου να εμποδίσουν τους ‘Έλληνες από την ενίσχυση των νησιών τους. Εάν οι Τούρκοι ήταν κυρίαρχοι στον αέρα, μπορεί να έμπαιναν ακόμη και στον πειρασμό να δοκιμάσουν μια επίθεση σε ένα από τα ελληνικά νησιά για να ενισχύσουν τη θέση της Αγκυρας σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις μετά τις μάχες».
Τα σενάρια για Θράκη και Έβρο
Όπως επισημαίνεται στην έκθεση, στην περίπτωση, που ο πόλεμος προέκυπτε από μια επιθετική ενέργεια, το πιο πιθανό θα ήταν το εξής: «Μια τουρκική προσπάθεια για την κατάληψη ελληνικού εδάφους και ελληνικές αεροπορικές επιδρομές στα τουρκικά αεροδρόμια… Ο πρωταρχικός τουρκικός στρατιωτικός στόχος σε μια προμελετημένη επίθεση είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ήταν η κατάληψη και διατήρηση του ελληνικού εδάφους για χρήση ως διαπραγματευτικό στοιχείο στις διαπραγματεύσεις. Αυτό θα μπορούσε να λάβει τη μορφή μιας επίθεσης στη Θράκη, μιας επίθεσης σε ένα ελληνικό νησί στο Αιγαίο ή μιας επίθεσης στην Κύπρο. Εάν οι Τούρκοι επιτίθονταν στη Θράκη, οι στόχοι τους — εκτός από την κατάληψη εδαφών — θα ήταν να δεσμεύσουν τις ελληνικές δυνάμεις και να εμποδίσουν την Αθήνα να ενισχύσει τα νησιά του Αιγαίου ή να ξεκινήσει τη δική της αντεπίθεση για να καταλάβει το μοναδικό σημείο διέλευσης του ποταμού στην τουρκική πλευρά της Θράκης».
Αντίστοιχα, ο πρωταρχικός ελληνικός στόχος στη Θράκη θα ήταν να σταματήσει μια τουρκική επίθεση. «Είναι επίσης πιθανό οι Έλληνες, εν αναμονή μιας τουρκικής κίνησης, να ξεκινούσαν μια περιορισμένη δική τους επίθεση για να καταστρέψουν γέφυρες και να καταλάβουν το τουρκικό σημείο διέλευσης στον ποταμό Έβρο σε μια προσπάθεια να σφραγίσουν το δρόμο στις κύριες τουρκικές δυνάμεις. Οι Έλληνες θα ήλπιζαν ότι οποιαδήποτε στρατιωτική δραστηριότητα από την πλευρά τους, συμπεριλαμβανομένων επιδρομών ή μικροσυμπλοκών στα σύνορα, θα παρεμπόδιζε επίσης τις τουρκικές προσπάθειες μαζικής επίθεσης καθώς και θα δέσμευε τις τουρκικές δυνάμεις, που διαφορετικά η Άγκυρα θα μπορούσε να μετατοπίσει νότια στο Αιγαίο».
Όπως όμως υπογράμμιζαν από τότε οι Αμερικανοί, ο Έβρος είναι απροσπέλαστος. «Αναγνωρίζοντας το υψηλό κόστος μιας επιχείρησης στη Θράκη, ακόμη κι αν κατάφερναν να καταλάβουν κάποιο ελληνικό έδαφος, οι Τούρκοι θα μπορούσαν να επιλέξουν αντ’ αυτού να εισβάλουν σε ένα ελληνικό νησί. Η εγγύτητα ορισμένων ελληνικών νησιών με την τουρκική ηπειρωτική χώρα θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια επιχείρηση να φαίνεται ελκυστική για την Άγκυρα και αν οι Τούρκοι κινούνταν εναντίον ενός από τα μικρότερα, λιγότερο εξοπλισμένα νησιά, πιθανότατα θα ήταν επιτυχής. Ωστόσο, εάν οι Τούρκοι προσπαθούσαν να εισβάλουν σε ένα από τα έξι καλά προστατευμένα μεγάλα νησιά, πιστεύουμε ότι θα είχαν δυσκολίες για διάφορους λόγους: Σύμφωνα με αυτό το σενάριο πιστεύουμε ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν πιθανώς να αποτρέψουν μια τουρκική απόπειρα εισβολής σε ένα από τα μεγάλα νησιά. Εάν οι Τούρκοι το κατάφερναν, θεωρούμε ότι οι Έλληνες πιθανότατα θα ήταν σε θέση να συγκεντρώσουν την απαραίτητη δύναμη για να ανακαταλάβουν ένα νησί, αν και η μάχη που θα ακολουθούσε σχεδόν σίγουρα θα είχε κόστος και για τις δύο πλευρές».
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, «οι Τούρκοι θα είχαν περισσότερες πιθανότητες να καταφέρουν να ξεκινήσουν επιχειρήσεις κατά των Ελλήνων στην Κύπρο. Οι Τούρκοι έχουν μεγαλύτερες αριθμητικά δυνάμεις εκεί και ακόμη και με τον απαρχαιωμένο εξοπλισμό τους είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα μπορούσαν να επιτύχουν μεγάλα εδαφικά κέρδη κατά της Κυπριακής Εθνοφρουράς. Η κυπριακή δύναμη έχει αναβαθμίσει τον εξοπλισμό της από την τουρκική εισβολή το 1974 και είναι πλέον μια πιο αξιόπιστη μαχητική δύναμη, αλλά εξακολουθεί να έχει μικρή ικανότητα να ξεκινήσει από μόνη της επιθετικές επιχειρήσεις. Ενώ η Κυπριακή Εθνοφρουρά δε θα μπορούσε να εμποδίσει τους Τούρκους να πάρουν πρόσθετο έδαφος θα μπορούσε να πραγματοποιήσει επιχειρήσεις με μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές».