Τα ευρήματα μιας νέας γενετικής μελέτης μπορούν να εξηγήσουν γιατί παθαίνουν οστεοαρθρίτιδα στα γόνατα περισσότερες γυναίκες παρά άνδρες. Δίνουν μάλιστα ελπίδες για την ανάπτυξη ενός αιματολογικού τεστ, που θα βοηθούσε στην πρόληψη και ακόμη και στην έγκαιρη θεραπεία της πάθησης.
Η πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη στο Frontiers in Bioengineering and Biotechnology από ερευνητές του Πανεπιστημίου της Αλβέρτα του Καναδά σχετικά με τις διαφορές φύλου στον ιστό του μηνίσκου, πραγματοποιήθηκε εν μέρει με την προσομοίωση συνθηκών χαμηλής βαρύτητας, οι οποίες μιμούνται τη βλάβη που μπορεί να συμβεί στον μηνίσκο λόγω έλλειψης άσκησης.
«Ο μηνίσκος είναι ένα είδος χόνδρου στο γόνατο που λειτουργεί ως μαξιλαράκι που απορροφά τους κραδασμούς, κατά τη βάδιση, διανέμει το φορτίο σε όλη την επιφάνεια της άρθρωσης και τη λιπαίνει. Αυτό για πολλά χρόνια δεν ήταν γνωστό. Οι επιστήμονες δεν ήξεραν τη χρησιμότητά του και πίστευαν ότι δεν έχει επιπτώσεις η ολική αφαίρεσή του όταν κάποιος τραυματισμός ή άλλη βλάβη επέβαλε την υποβολή του ασθενή σε ολική μηνισκεκτομή. Αργότερα διαπίστωσαν ότι έχει καταστροφικές επιπτώσεις στην άρθρωση με την πάροδο του χρόνου.
Ακόμα κι ένα μικρό σχίσιμο του, που είναι πιθανότερο στους αθλητές, αλλά και στους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας λόγω εκφύλισης ή απώλειας της ελαστικότητας του μηνίσκου, αυξάνει τον κίνδυνο οστεοαρθρίτιδας χρόνια μετά», μας εξηγεί ο Ορθοπαιδικός Χειρουργός Dr Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος, Διευθυντής Ορθοπαιδικής Κλινικής και Διευθυντής του Τμήματος Αναίμακτης-Μη Μεταγγιστικής Ορθοπαιδικής Χειρουργικής του Ομίλου Ιατρικού Αθηνών – Κλινική Περιστερίου.
Η έλλειψη άσκησης μπορεί επίσης να οδηγήσει σε εκφύλιση του μηνίσκου και να πολλαπλασιάσει τις πιθανότητες εμφάνισης οστεοαρθρίτιδας, όπως συμβαίνει στους αστροναύτες.
Η οστεοαρθρίτιδα είναι η πιο συχνή μορφή εκφυλιστικής νόσου και προσβάλλει κυρίως τις αρθρώσεις που φέρουν φορτίο, με την άρθρωση του γόνατος να είναι η πιο επιρρεπής. Προκαλεί εκφύλιση του αρθρικού χόνδρου, με τους περιβάλλοντες ιστούς, συμπεριλαμβανομένων των μηνίσκων, να παθαίνουν επίσης βλάβες. Αυτές οι αλλαγές μπορούν να οδηγήσουν σε ταχεία απώλεια της λειτουργικότητας και της κινητικότητας της συγκεκριμένης άρθρωσης. Ο επιπολασμός και η σοβαρότητα της οστεοαρθρίτιδας αυξάνεται με την ηλικία και είναι δυσανάλογα υψηλότερη στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες. Έχει αναφερθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ότι το 9,6% των ανδρών και το 18% των γυναικών άνω των 60 ετών έχουν συμπτωματική οστεοαρθρίτιδα.
Η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου της Αλβέρτα ανέπτυξε συνθετικό ιστό μηνίσκου από κύτταρα που είχαν αφαιρεθεί από κατεστραμμένους μηνίσκους, κατά τα άλλα, υγιών ατόμων.
Για το πείραμά τους σχετικά με τις διαφορές φύλου, η ομάδα μελέτησε τον τρόπο που λειτουργούσε ο συνθετικός ιστός σε κατάσταση ηρεμίας και υπό συνθήκες μηχανικής φόρτισης και αποφόρτισης. Για τη φόρτιση, χρησιμοποίησαν μια συσκευή που ασκούσε υδροστατική πίεση στα κύτταρα. Για την αποφόρτιση, τοποθέτησαν τα κύτταρα σε βιοαντιδραστήρα που σχεδιάστηκε από τη NASA για να μιμηθεί συνθήκες ελάχιστης βαρύτητας.
Δεδομένης της δυσανάλογης συχνότητας εμφάνισης της οστεοαρθρίτιδας γόνατος στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες, οι ερευνητές περίμεναν ότι τα κυτταρικά και μοριακά χαρακτηριστικά της οστεοαρθρίτιδας γόνατος θα παρουσίαζαν διαφορές ανάλογα με το φύλο και πράγματι επιβεβαιώθηκαν.
Το πείραμα έδειξε ανάπτυξη οστεοαρθριτικών αλλαγών στο γόνατο από τη μικροβαρύτητα των διαστημικών πτήσεων, εύρημα που προσθέτει γνώση στη μελέτη της ανάπτυξης της πάθησης στο γόνατο, που θα βοηθήσει τόσο τις γυναίκες αστροναύτες όσο και κάθε άλλη γυναίκα στη Γη να προφυλαχθεί.
Συγκεκριμένα, από τα ευρήματα φάνηκε ότι οι τεχνητοί ιστοί μηνίσκου ανταποκρίνονται στη μηχανική φόρτιση και αποφόρτιση με τρόπο εξαρτώμενο από το φύλο. Ο συνδυασμός μπορεί να χρησιμεύσει ως in-vitro μοντέλο για τη μελέτη των κυτταρικών και μοριακών μηχανισμών της οστεοαρθρίτιδας γόνατος και να αποτελέσει μια πλατφόρμα για τη διερεύνηση πιθανών μονοπατιών που μπορούν να στοχευθούν από φάρμακα ως θεραπευτικά μέσα.
Βάσει των ευρημάτων τους, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι μελλοντικά θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια εξέταση αίματος, που θα προσδιορίζει ποιος έχει το γονίδιο υψηλού κινδύνου, επιτρέποντας την έγκαιρη παρέμβαση, όπως η φυσιοθεραπεία.
«Προς το παρόν για την προστασία του χόνδρου και την πρόληψη της οστεοαρθρίτιδας μετά από ρήξη μηνίσκου έχουμε κάποια αποτελεσματικά όπλα. Εκτός από τη συρραφή για τη διάσωση του μηνίσκου που ενδείκνυται σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορούμε να πραγματοποιήσουμε μεταμόσχευση μηνίσκου από δότη (αλλομόσχευμα). Πρόκειται για μια τεχνική που έχει πολύ καλά αποτελέσματα, αφού ο νέος μηνίσκος μπορεί να αποτρέψει τη μελλοντική καταστροφή της άρθρωσης.
Αυτή η επέμβαση πραγματοποιείται από έμπειρους χειρουργούς, με κατάλληλη εκπαίδευση, πριν προκληθεί βλάβη στον αρθρικό χόνδρο. Όσο νεότερος είναι δε ο ασθενής τόσο καλύτερο, αφού έτσι αποκλείεται η ύπαρξη εκφυλιστικών αλλαγών λόγω γήρανσης. Η επέμβαση για τη μεταμόσχευση μηνίσκου δεν ξεπερνά τις 2½ ώρες και εκτελείται υπό γενική αναισθησία», διευκρινίζει ο Dr Δ. Τριανταφυλλόπουλος.
«Κι επειδή αρκετοί αναρωτιούνται εάν η τοποθέτηση μηνίσκου από άλλον άνθρωπο θα μπορούσε να βλάψει με κάποιον τρόπο, η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Τα μοσχεύματα προέρχονται από δότες που δεν είχαν όσο ζούσαν καμία βακτηριδιακή ή μυκητιασική ή ιογενή λοίμωξη και αποστειρώνονται προτού δοθούν στους λήπτες. Επίσης, δεν υπάρχει καμία ανησυχία περί απόρριψής τους, αφού δεν φέρουν ζωντανά κύτταρα, εναντίον των οποίων θα μπορούσε να στραφεί το ανοσοποιητικό σύστημα.
Για όσους έχουν ήδη παρουσιάσει εκφύλιση του αρθρικού χόνδρου, υπάρχει η λύση της μεταμόσχευσης χόνδρου, που είναι μια παρόμοια επέμβαση με μόσχευμα που λαμβάνεται είτε από τον ίδιο τον ασθενή είτε από δότη (αναλόγως του μεγέθους της).
Λιγότερο επεμβατικές μέθοδοι που επίσης ανακουφίζουν τους ασθενείς είναι η χρήση ορθοβιολογικών αυξητικών παραγόντων, όπως πλάσματος αιμοπεταλίων (PRP) και μεσεγχυματικών βλαστοκυττάρων.
Ελπίζουμε η νέα ανακάλυψη να προσφέρει επιπλέον θεραπευτικές επιλογές, αλλά κυρίως δυνατότητα πρόληψης της οστεοαρθρίτιδας στις γυναίκες», καταλήγει ο Dr Δημήτρης Τριανταφυλλόπουλος.