Είναι ένα ενοχλητικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι: Τα μάτια τους «τρέχουν» ασταμάτητα, συχνά χωρίς εμφανή λόγο, ακόμα και στις πιο απίθανες στιγμές.
Η υπερχείλιση δακρύων (ή επιφορά) αναπτύσσεται όταν για κάποιο λόγο διαταράσσεται η παραγωγή ή η παροχέτευση των δακρύων. Η κατάσταση είναι συχνή και μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στη ζωή των πασχόντων.
Μια συχνή «παγίδα» στην ασταμάτητη δακρύρροια είναι το συνεχές σκούπισμα των βλεφάρων από τους παθόντες που προσθέτει άλλο ένα παράγοντα ερεθισμού και αντανακλαστικής παραγωγής επιπλέον δακρύων και βλέννης (mucus fishing syndrome). Εδώ πρέπει να μελετηθεί από τον χειρουργό οφθαλμίατρο το πως σκουπίζονται και εάν προσθέτουν στον φαύλο κύκλο της δακρύρροιας.
Πολλοί παραπονούνται ότι μοιάζουν σαν να κλαίνε διαρκώς. Άλλοι παρουσιάζουν ερεθισμούς στο δέρμα και «σκασίματα» στα βλέφαρα, λόγω της δερματίτιδας που προκαλεί η υγρασία και το τρίψιμο των ματιών. Σε κάποιες περιπτώσεις η όραση διαταράσσεται, με συνέπεια να δημιουργούνται εμπόδια στη μετακίνηση στο ημίφως και στην οδήγηση το βράδυ. Μερικοί ασθενείς, εξάλλου, επιβαρύνονται ψυχολογικά και ντρέπονται ακόμα και να βγουν από το σπίτι τους.
«Τα δάκρυα παράγονται από τους δακρυϊκούς αδένες και απλώνονται στην επιφάνεια των ματιών για να τα λιπάνουν και να τα καθαρίσουν. Όταν οι παραγόμενες ποσότητες είναι μεγάλες, η περίσσεια δακρύων απομακρύνεται (απεκκρίνεται) μέσω ενός συστήματος παροχέτευσης (λέγεται αποχετευτικό σύστημα των δακρύων). Το σύστημα αυτό αρχίζει από το λεγόμενο δακρυϊκό σημείο (είναι ένας στενός πόρος στο μάτι) και, μέσω άλλων δομών, καταλήγει στη μύτη (ρινική κοιλότητα)», εξηγεί ο Χειρουργός-Οφθαλμίατρος δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος, MD, ιδρυτής και επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Οφθαλμολογίας LaserVision και καθηγητής Οφθαλμολογίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης (NYU Medical School).
Η υπερχείλιση δακρύων συνήθως οφείλεται στην υπερπαραγωγή των δακρύων. Αυτή συνήθως είναι μία δευτεροπαθής, αντανακλαστική κατάσταση, που οφείλεται σε προβλήματα που διαταράσσουν την επιφάνεια των ματιών. Τέτοια προβλήματα είναι, λ.χ., η ξηροφθαλμία, μια αλλεργική αντίδραση (όπως η εαρινή επιπεφυκίτιδα), μια φλεγμονή (π.χ. βλεφαρίτιδα) ή μόλυνση (π.χ. κερατίτιδα), ένα ξένο σώμα ή τραυματισμός στο μάτι. Ακόμα και η υπερβολική ενασχόληση με ψηφιακές οθόνες μπορεί να προκαλέσει υπερχείλιση δακρύων. Το ίδιο και η χρήση ορισμένων φαρμάκων, όπως κολλύρια, στεροειδή και ορισμένα φάρμακα για τις αλλεργίες και τον καρκίνο.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, η υπερχείλιση από υπερπαραγωγή δακρύων είναι μία πρωτοπαθής κατάσταση, που προκαλείται από την υπερέκκριση δακρύων από τους δακρυϊκούς αδένες.
Υπερχείλιση παρατηρείται και όταν παρεμποδιστεί η απέκκριση των δακρύων. Αυτό μπορεί να συμβεί, λ.χ., σε περίπτωση στένωσης, απόφραξης ή δυσλειτουργίας κάποιου τμήματος του αποχετευτικού συστήματός τους. Ρόλο μπορεί να παίξουν και προβλήματα που διαταράσσουν την δομή και την λειτουργία των βλεφάρων, όπως η χάλαση (χαλάρωση) και το εκτρόπιο (συστροφή) του κάτω βλεφάρου, δύο καταστάσεις που είναι συχνές στους ηλικιωμένους.
«Η υπερχείλιση δακρύων μπορεί να εκδηλωθεί σε κάθε ηλικία», τονίζει ο δρ Κανελλόπουλος. «Μπορεί να είναι συγγενής (δηλαδή να εκδηλωθεί σύντομα μετά τη γέννηση) ή επίκτητη. Η επίκτητη υπερχείλιση εκδηλώνεται μετά την ενηλικίωση, συνήθως σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών. Οι ασθενείς μπορεί να έχουν συμπτώματα στο ένα ή και στα δύο μάτια».
Τα πιθανά συμπτώματα δεν περιορίζονται στην αυξημένη δακρύρροια. Οι ασθενείς μπορεί να έχουν και μία ή περισσότερες άλλες εκδηλώσεις, όπως κοκκίνισμα των ματιών, εμφανώς διογκωμένα αιμοφόρα αγγεία στην επιφάνεια των ματιών, πόνο που μπορεί να είναι οξύς, διόγκωση των βλεφάρων, θολωμένη όραση και ευαισθησία στο φως.
Όταν η υπερχείλιση δακρύων οφείλεται σε δευτεροπαθή υπερπαραγωγή δακρύων, συνήθως αντιμετωπίζεται συντηρητικά, αναλόγως με το υποκείμενο αίτιο που την προκαλεί. Στόχος της θεραπείας, που μπορεί να συμπεριλαμβάνει και φαρμακευτική αγωγή, είναι να διορθωθεί η αιτία της υπερπαραγωγής και όχι το σύμπτωμα καθαυτό.
Όταν, όμως, η υπερχείλιση οφείλεται σε ανατομικό ή λειτουργικό πρόβλημα του αποχετευτικού συστήματος των δακρύων, η θεραπεία συνήθως είναι χειρουργική. «Οι υπάρχουσες χειρουργικές επεμβάσεις για την υπερχείλιση δακρύων έχουν πολύ υψηλά ποσοστά επιτυχίας», τονίζει ο δρ Κανελλόπουλος. «Ωστόσο για μερικούς ασθενείς που δεν είναι κατάλληλοι υποψήφιοι για χειρουργική επέμβαση, μία εναλλακτική λύση είναι οι εγχύσεις αλλαντικής τοξίνης».
Οι εγχύσεις αυτές γίνονται μέσα στον δακρυϊκό αδένα και ως φαίνεται είναι εξίσου αποτελεσματικές σε παιδιά και ενήλικες. Αυτό ήταν το συμπέρασμα πρόσφατης ανασκόπησης της ιατρικής βιβλιογραφίας, στην οποία εξετάστηκαν οι μελέτες που έχουν διεξαχθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Την ανασκόπηση πραγματοποίησαν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, στο Ιλινόϊς. Όπως διαπίστωσαν, οι εγχύσεις αλλαντικής τοξίνης (το γνωστό σε όλους μπότοξ) έχουν καλό προφίλ ασφαλείας και βελτιώνουν τα συμπτώματα των ασθενών για χρονικό διάστημα που κυμαίνεται μεταξύ τριών και εννέα μηνών. Κάθε ασθενής, όμως, χρειάζεται να κάνει τουλάχιστον 4 εγχύσεις για να ελεγχθούν τα συμπτώματά του, ενώ η θεραπεία πρέπει να επαναλαμβάνεται στο πέρασμα του χρόνου.
Οι εγχύσεις γίνονται σε εξωνοσοκομειακή βάση και θεωρούνται μία ελάχιστα επεμβατική μέθοδος, γράφουν οι ερευνητές στο ιατρικό περιοδικό Orbit.
Σημειώνεται πως υπερχείλιση δακρύων παρατηρείται συχνά και στα νεογέννητα βρέφη, των οποίων οι δακρυϊκοί πόροι είναι στενοί. Σε τέτοια περίπτωση δεν γίνεται θεραπεία, διότι συνήθως οι πόροι αποκτούν φυσιολογικό μέγεθος έως ότου γιορτάσουν τα πρώτα τους γενέθλια. Έως ότου συμβεί αυτό, όμως, οι γονείς πρέπει να καθαρίζουν καθημερινά και προσεκτικά τα ματάκια τους.
«Η υπερχείλιση δακρύων είναι ένα συχνό πρόβλημα, σε όλες τις ηλικίες. Δεν αποτελεί όμως πάντοτε λόγο ανησυχίας», επισημαίνει ο δρ Κανελλόπουλος. «Όταν οφείλεται σε αλλεργία, ξηροφθαλμία ή ένα πρόβλημα όπως το “κριθαράκι”, συνήθως υποχωρεί χωρίς ειδική θεραπεία. Μπορεί όμως να αποτελεί και σύμπτωμα σοβαρής μόλυνσης στο μάτι, δυσμορφίας ή ανατομικού προβλήματος. Επομένως, αν εκτός από την αυξημένη ροή δακρύων ο ασθενής έχει συμπτώματα, όπως πόνο, αλλαγές στην όραση ή αίσθηση πως κάτι “γρατζουνάει” το ένα ή και τα δύο μάτια του, πρέπει να απευθυνθεί δίχως καθυστέρηση στον οφθαλμίατρό του. Το ίδιο και αν η δακρύρροιά του είναι τέτοια που εμποδίζει τις καθημερινές δραστηριότητές του ή τα βλέφαρά του παρουσιάζουν στροφή ή “πτώση” ή αν έχει εξογκώματα γύρω από τα μάτια».