Ηνέα Έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις Θρησκευτικές Ελευθερίες που δημοσιεύθηκε σήμερα αναφέρεται στους ασφυκτικούς περιορισμούς και τις αθέμιτες πιέσεις που υφίσταται το Οικουμενικό Πατριαρχείο και άλλες θρησκευτικές μειονότητες στην Τουρκία.
Σύμφωνα με την έκθεση, η τουρκική κυβέρνηση συνέχισε να περιορίζει τα δικαιώματα των μη μουσουλμανικών θρησκευτικών μειονοτήτων ιδίως εκείνων που δεν αναγνωρίζονται από την Συνθήκη της Λωζάννης. Υποστηρίζει ότι ακόμα και οι τρεις αναγνωρισμένες κοινότητες (Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, Εβραίοι, Αρμένιοι Αποστολικοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί) υφίστανται συστηματικές διακρίσεις, οι οποίες έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την Συνθήκη της Λωζάννης.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «οι θρησκευτικές μειονότητες ανέφεραν δυσκολίες στο άνοιγμα ή στη λειτουργία οίκων λατρείας, στην επίλυση κτηματικών και περιουσιακών διαφορών και στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν για τη λήψη της νόμιμης αποζημίωσης που δικαιούνται για περιουσιακά στοιχεία, τα οποία απαλλοτριώθηκαν από την κυβέρνηση».
Στην έκθεση καταγράφεται η συνεχιζόμενη άρνηση της Τουρκίας να επιτρέψει την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και τα πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η μη αναγνώριση της οικουμενικότητας του Πατριάρχη, το νομικό καθεστώς και η μη παροχή της νόμιμης αποζημίωσης που δικαιούνται θρησκευτικές μειονότητες για περιουσιακά στοιχεία που απαλλοτριώθηκαν.
Θεολογική Σχολή της Χάλκης
Στην έκθεση αναφέρεται ότι ανώτεροι Αμερικανοί αξιωματούχοι και ο υπουργός Εξωτερικών, συνέχισαν να ζητούν από την τουρκική κυβέρνηση να επιτρέψει την επανέναρξη της λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και να επιτρέψει γενικώς σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες να εκπαιδεύσουν τους κληρικούς τους στη χώρα.
Η έκθεση παραπέμπει στο δημοσίευμα της εφημερίδας Sozcu, το οποίο αναφέρει ότι το Ντιανέτ (Τουρκική Διεύθυνση Θρησκευτικών Θεμάτων) απέκτησε το κτήριο ενός ιστορικού νοσοκομείου που βρίσκεται στο νησί της Χάλκης για να ανοίξει ένα ισλαμικό εκπαιδευτικό κέντρο. Μάλιστα καταγράφονται αναλυτικά τα εντελώς δύο μέτρα και δύο σταθμά που εφαρμόζει η τουρκική κυβέρνηση στον τομέα της θρησκευτικής εκπαίδευσης.
«Η (τουρκική) κυβέρνηση συνέχισε να παρέχει εκπαίδευση στους σουνίτες μουσουλμάνους κληρικούς, την ίδια στιγμή που συνέχισε να περιορίζει την εκπαίδευση κληρικών από τις άλλες θρησκευτικές ομάδες. Ενώ η τουρκική κυβέρνηση συνέχισε να παρέχει χρηματοδότηση για δημόσια, ιδιωτικά και θρησκευτικά σχολεία που διδάσκουν το Ισλάμ. Δεν το έκανε για τα μειονοτικά σχολεία των κοινοτήτων που αναγνωρίζονται από την Συνθήκη της Λωζάννης, εκτός από την καταβολή των μισθών για μαθήματα που διδάσκονται στα τουρκικά, όπως η τουρκική λογοτεχνία. Οι μειονοτικές θρησκευτικές κοινότητες χρηματοδότησαν όλες τις άλλες δαπάνες τους μέσω ιδιωτικών δωρεών», σημειώνεται στην έκθεση.
Παρουσιάζεται επίσης η έκκληση που είχε κάνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης τον Ιούλιο για το άνοιγμα της Σχολής, ενώ κάνει αναφορά στην απόφαση που είχε λάβει το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας του 1971 για την απαγόρευση της λειτουργίας των ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η συγκεκριμένη απόφαση είχε οδηγήσει στο κλείσιμο της Σχολής.
Μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας σε Τζαμί
Η έκθεση παρουσιάζει την απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας σε τζαμί, καταγράφοντας τη διαφωνία που είχε εκφράσει η αμερικανική κυβέρνηση απέναντι σε αυτές τις ενέργειες.
Αναφέρονται αναλυτικά όλα τα μηνύματα και οι πιέσεις από την Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα την περίοδο πριν και μετά την μετατροπή, τα οποία όμως αγνοήθηκαν πλήρως από τον Τούρκο πρόεδρο:
Τον Ιούνιο, ο Αμερικανός πρέσβης, αρμόδιος για τις διεθνείς θρησκευτικές ελευθερίες, Σαμ Μπράουνμπακ ζήτησε από τη τουρκική κυβέρνηση να διατηρήσει το μουσειακό καθεστώς της Αγίας Σοφίας.
Τον Ιούλιο, ο υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο προέτρεψε την κυβέρνηση «να διατηρήσει την Αγία Σοφία ως μουσείο, ως παράδειγμα της δέσμευσής της για τον σεβασμό των θρησκευτικών παραδόσεων της χώρας».
Την 1η Ιουλίου, το υπουργείο Εξωτερικών εξέδωσε ανακοίνωση που εξέφραζε την απογοήτευση για την αλλαγή του καθεστώτος της Αγίας Σοφίας. Σε αυτή την ανακοίνωση είχε δηλώσει ότι επιθυμεί να ακούσει τα σχέδια για την εξασφάλιση της προσβασιμότητας χωρίς περιορισμούς στο μνημείο.
Στις 24 Ιουλίου, ο Αρχιεπίσκοπος Ελπιδοφόρος είχε πραγματοποιήσει συνάντηση με τον Αμερικανό πρόεδρο και αντιπρόεδρο στον Λευκό Οίκο για το θέμα της Αγίας Σοφίας. Μετά τη συνάντηση, ο Μάικ Πενς είχε δηλώσει με ανάρτηση του στο Twitter ότι «οι ΗΠΑ θα παραμείνουν σταθερά στο πλευρό της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην έκκληση για να παραμείνει η Αγία Σοφία προσιτή ως πηγή έμπνευσης και προβληματισμού για κάθε άτομο ανεξαρτήτως θρησκευτικής πίστης».
Αναγνώριση της Οικουμενικότητας του Πατριαρχείου
Όπως επισημαίνει η έκθεση η τουρκική κυβέρνηση συνεχίζει να μην αναγνωρίζει τον οικουμενικό χαρακτήρα του πατριαρχείου, το οποίο αποτελεί το πνευματικό κέντρο των 300 εκατομμυρίων Ορθοδόξων Χριστιανών του κόσμου. Όπως αναφέρεται, «η θέση της κυβέρνησης παρέμεινε ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι μόνο ο θρησκευτικός ηγέτης του ελληνικού ορθόδοξου μειονοτικού πληθυσμού της χώρας».
Επιπλέον, η τουρκική κυβέρνηση συνέχισε να επιτρέπει μόνο στους Τούρκους πολίτες να ψηφίζουν στην Ιερή Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την εκλογή του πατριάρχη, αλλά συνέχισε την πρακτική της να παρέχει ιθαγένεια στους Έλληνες Ορθόδοξους μητροπολίτες.
Νομικοί Περιορισμοί και Έλλειψη Αποζημιώσεων για Περιουσιακά Στοιχεία
Παράλληλα επισημαίνεται ότι Αμερικανοί αξιωματούχοι συνεχίζουν να καλούν την κυβέρνηση της Τουρκίας να άρει τους περιορισμούς στις θρησκευτικές ομάδες και να σημειώσει πρόοδο στην επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά, οι διοικητικές δομές των θρησκευτικών κοινοτήτων δεν έχουν νομική προσωπικότητα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να κατέχουν άμεσα τίτλους ιδιοκτησίας και συνεπώς να ασκήσουν δικαστικές αξιώσεις.
Οι κοινότητες βασίζονται σε ξεχωριστά ιδρύματα ή οργανώσεις για την κατοχή και διαχείριση των περιουσιακών τους στοιχείων. Υπό αυτό το πρίσμα, επισημαίνεται ότι δεν υπήρξε πρόοδος στο θέμα της επιστροφής ακινήτων ή στη παροχή αποζημίωσης για περιουσιακά στοιχεία τα οποία κατασχέθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες από τις αρχές.
Διαβάστε ΕΔΩ την έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ