Επιμνημόσυνη δέηση στη μνήμη των 29 σφαγιασθέντων Ξυλαγανιωτών της 9ης Απριλίου 1944 τελέστηκε το πρωί της Κυριακής 11 Απριλίου στον Ι.Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών Ξυλαγανής ενώ αργότερα ακολούθησε τρισάγιο στο μνημείο των Πεσόντων.
Την Θεία Λειτουργία και το μνημόσυνο τέλεσε ο Πανοσιολογιώτατος Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Τσιναρέλης , ενώ τον πανηγυρικό λόγο εκφώνησε ο προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος ελληνικής φιλολογίας, Κάρεν Χαναγκιάν.
«Είναι χρέος όλων μας να τιμούμε και να μνημονεύουμε αυτούς που θυσιάστηκαν υπέρ Πίστεως και Πατρίδος», σημειώνει ο Πολιτισμός Όμιλος Ξυλαγανής.
Το χρονικό της σφαγής, όπως το μεταφέρει ο Πολιτιστικός Όμιλος Ξυλαγανής (δια χειρός Τάσου Τσερκέζη):
«Η Ελλάδα εισήλθε στο δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, λέγοντας το μεγάλο ΟΧΙ στους Ιταλούς του Μουσολίνι, που ζήτησαν την άνευ όρων παράδοση και υποταγή της Ελλάδας.
Νίκησε τους Ιταλούς, δρέποντας δάφνες και προκαλώντας τον Παγκόσμιο θαυμασμό. Η Γερμανία του Χίτλερ αναγκάστηκε να στείλει ενισχυμένες δυνάμεις, μέσω της φίλης της Βουλγαρίας, για την κατάληψη της Ελλάδας. Οι Έλληνες αντιστάθηκαν, πολέμησαν ηρωικά και καθυστέρησαν τις επεκτατικές δυνάμεις του Χίτλερ, σημαντικό όπως εκτιμήθηκε για τη συνέχεια έκβασης του αγώνα.
Με την κατάληψη της Ελλάδας οι Γερμανοί παραχώρησαν στη Βουλγαρία τη Θράκη (από το Νέστο ποταμό μέχρι ένα σημείο προ του Έβρου ποταμού) και αργότερα την Ανατολική Μακεδονία, μέχρι τον Στρυμόνα ποταμό.
Η Βουλγαρία δεν το θεώρησε απλή κατοχή αλλά ενσωμάτωση της Θράκης στη Βουλγαρία. Αντικατάστησε όλες τις Ελληνικές Αρχές με Βουλγαρικές. Αστυνομία, στρατό, παπά, δασκάλους, πρόεδρο κοινότητας και ενέγραψε στα δημοτολόγια ως Βούλγαρους Υπηκόους όλο τον πληθυσμό υποχρεώνοντας τους μάλιστα να υπογράφουν ότι το επιθυμούν. Τα Δημοτολόγια της κοινότητας και λοιπά στοιχεία τα κατάστρεψαν. Όλα τα παιδιά έπρεπε να φοιτούν στο Βουλγάρικο Δημοτικό Σχολείο, να διδάσκονται την Βουλγαρική και μόνο γλώσσα, να βαπτίζονται με Βουλγάρικα ονόματα (πχ Βασίλκου=Βασιλική), να υπηρετούν στο Βουλγάρικο στρατό ως ντουρντουβάκια (καταναγκαστικά έργα) κλπ.
Τους Έλληνες της Θράκης τους ΒΑΦΤΙΣΕ ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ.
Στην Ξυλαγανή της Ροδόπης, πρώην Βουλγαρικό χωριό, στο οποίο κατοικούσαν μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1924 (με Βουλγαρία) Έλληνες πρόσφυγες, από την Ανατολική Ρωμυλία κατά τα 2/3 και από την Ανατολική Θράκη κατά το 1/3 περίπου, οι Βούλγαροι συμπεριφέρθηκαν σαν άγριοι και εκδικητικοί κατακτητές, όπως εξάλλου και στα περισσότερα χωριά της Θράκης.
Στην Ξυλαγανή (παλαιό Βουλγάρικο χωριό με το όνομα Κουσλανλί) σε κάθε Ελληνικό σπίτι είχαν εγκαταστήσει και μία Βουλγαρική οικογένεια την οποία συντηρούσε η Ελληνική. Στο πατρικό μου σπίτι είχαμε μία γριά (Ναυσικά με το γιό της τον Στόγιο, ο οποίος ήταν τυφλός. Την παραγωγή όλη την παρέδιδαν οι Ξυλαγανιώτες στις Βουλγαρικές αρχές και τα πάντα ήταν ελεγχόμενα και με κουπόνι. Τα κυνηγητικά όπλα των Ξυλαγανιωτών παραδόθηκαν στην Βουλγαρική Αστυνομία. Η απόκρυψη όπλου ήταν έγκλημα και τα βασανιστήρια θανατηφόρα.
Ο πατέρας μου υπέστη βασανιστήρια, ξυλοδαρμό και φυλάκιση (στο μπουντρούμι) διότι κάποιος Ξυλαγανιώτης ρουφιάνος των Βουλγάρων, για λόγους δικούς του, είπε στις Βουλγαρικές αρχές ότι δεν παράδωσε το κυνηγητικό του όπλο. Μη γνωρίζοντας τη Βουλγαρική γραφή και γλώσσα ο πατέρας μου, για να εξηγήσει ποιο είναι το όπλο που παράδωσε, μαστιγωνόταν επί διήμερο μέσα στο μπουντρούμι με μισό μέτρο νερό.
Όταν πείστηκαν οι Βούλγαροι μέσω διερμηνέα ότι όντως παράδωσε το όπλο του (με ειδικά σημάδια στο κοντάκι), τον απελευθέρωσαν κατάμαυρο στο σώμα από το ξύλο και ημιθανή από τα βασανιστήρια. Ο παππούς μου έσφαξε κατσίκα για να τον περιτυλίξει με το δέρμα της και να απορροφηθούν τα αιματώματα. Γιατρός δεν υπήρχε. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι Βούλγαροι στη συνέχεια έκλεισαν μέσα και ξυλοκόπησαν το ρουφιάνο Ξυλαγανιώτη που τους είπε ψέματα. Το όνομα του δεν το αναγράφω για ευνόητους λόγους.
Η καταπίεση, οι ξυλοδαρμοί, οι αγγαρείες, οι κατασχέσεις και τα καταναγκαστικά έργα ήταν καθημερινά φαινόμενα. Πολλοί Ξυλαγανιώτες υπηρέτησαν στο Βουλγαρικό στρατό ως Ντουρντουβάκια, δηλαδή στα τάγματα καταναγκαστικών έργων. Ήταν σαν τα Αμελέ Ταμπούρου των Τούρκων. Η επιβίωση ήταν κατόρθωμα. Υπέστησαν επί 3,5 χρόνια οι Ξυλαγανιώτες τα πάνδεινα από τους Εκδικητικούς Βούλγαρους οι οποίοι με πρόγραμμα σκόπευαν στην εθνοκάθαρση και τον εκβουλγαρισμό της Θράκης και των Θρακιωτών.
Κάθε μέρα υπήρχε αγγαρεία για διάφορα καταναγκαστικά έργα. Ο δρόμος Ξυλαγανής μέχρι Κομοτηνή (17 χλμ) είχε στρωθεί με τσακισμένη άσπρη πέτρα, σε μέγεθος μιας παλάμης για να μην λασπώνει, με καθημερινή εργασία δεκάδων Ξυλαγανιωτών. Η άρνηση ήταν αδιανόητη και η τιμωρία αναπόφευκτη. Συμπληρώθηκαν τρία μαρτυρικά χρόνια Βουλγαρικών θηριωδιών και οι Ξυλαγανιώτες έψαχναν τρόπο να απαλλαγούν από την τυραννία.
Οι Θράκες επαναστάτησαν. Δημιουργήθηκαν ανταρτικές ομάδες.
Οι νέοι της Ξυλαγανής βγήκαν στο βουνό για να απαλλαγούν από το ζυγό. Την άνοιξη του 1944 σχημάτισαν αντάρτικο σώμα το οποίο θα ενσωματωνόταν στο αντάρτικο του Τσαούς Αντώνη (Φωστερίδη) της Δράμας στο Κοτζά Ορμάν της Ξάνθης. Βγήκαν στο βουνό (από Ξυλαγανή μέχρι τον Ίσμαρο) οπλισμένοι με ελάχιστα λιανοντούφεκα και σφαίρες 33 Παλληκάρια με αρχηγό τον Μιχάλη Κούπενο (Κούπκα) με το ψευδώνυμο «Καπετάν Τσανάκας».
Κατά αλφαβητική σειρά ήταν οι εξής:
- Ατσκακανίδης Αθανάσιος
- Βασιλειάδης Ευστάθιος
- Βουτσάς Παναγιώτης
- Γιαμούκης Θεοδόσιος
- Γουδαλάκης Ιωάννης
- Δαγτζίδης Ηλίας
- Δουδουλακάκης Αντώνιος
- Ζαραβάτης Γεώργιος (διασώθηκε)
- Ζαραβάτης Δήμος
- Ζγούρας Πέτρος 17 ετων
- Ζεματόπουλος Στέργιος
- Καλλιγάς Πασχάλης (έφεδρος Ανθυπολοχαγός)
- Καραγιαννάκης Δημήτριος
- Καράκης Γεώργιος (πυροβολήθηκε στη Μαύρη γέφυρα)
- Κιουμουρτζής Δημήτριος
- Κούπενος Κωνσταντίνος (διασώθηκε)
- Κούπενος Μιχαήλ (διασωθηκε) – (Καπετάν Τσανάκας)
- Κωστόπουλος Νικόλαος
- Μήλιος Αλέξανδρος
- Μήλιος Γαβριήλ
- Μιντίδης Δημήτριος
- Παπαγιαννίδης Παναγιώτης
- Παπαδόπουλος Δημήτριος
- Πυριλίδης Μιχαήλ
- Σκουταρίδης Αθανάσιος
- Σκουταρίδης Νικόλαος
- Τσατλάκης Δημήτριος
- Τσατλάκης Κωνσταντίνος
- Τσερκέζης Νικόλαος
- Τσιμπλιαράκης (διασώθηκε – φυλακίστηκε – αθωώθηκε)
- Τσομπανόπουλος Παναγιώτης
- Χαμαλίδης Λάζαρος
- Χαμαλίδης Πέτρος.
Για τον τρόπο επικοινωνίας και συνένωσης με τον Τσαούς Αντώνη (Φωστερίδη) αποφάσισαν να στείλουν δύο από τα παλικάρια (Καράκη και Τσιμπλιαράκη) να συναντήσουν τον Τσαούς Αντώνη. Πεζοί φθάσανε στη μαύρη γέφυρα του Ανάκιοϊ (Μητρικό). Στη Γέφυρα υπήρχε Βούλγαρος σκοπός. Για να τον αποφύγουν προσπάθησαν να περάσουν το ποτάμι κολυμπώντας. Ο Βούλγαρος τους αντιλήφθηκε και πυροβόλησε. Σκότωσε τον ένα (Καράκη) και τον άλλο (Τσιμλιαράκη) τον συνέλαβαν. Ο Τσιμλιαράκης υποβλήθηκε σε μαρτύρια και αναγκάστηκε μεν να ομολογήσει για την αποστολή του, οδήγησε όμως τους Βουλγάρους σε άλλη τοποθεσία από αυτή που βρίσκονταν οι επαναστατήσαντες Ξυλαγανιώτες.
Οι Βούλγαροι όμως με ένα τάγμα στρατού όργωσαν τον γύρω ορεινό όγκο μέχρι το Ίσμαρο για να τους εντοπίσουν.
Στις 6 Απριλίου 1944, νύχτα, τους εντόπισαν. Έγινε μια μάχη μικρής διάρκειας. Η έλλειψη πυρομαχικών και η πλημμελής γενικά οργάνωση της όλης επιχείρησης δεν μπορούσε να έχει καλό αποτέλεσμα για τα παλικάρια μας.
Ο απολογισμός της μάχης ήταν δύο νεκροί Ξυλαγανιώτες, ο Γουδαλάκης Ιωάννης και ο Χαμαλίδης Λάζαρος, και ένας Βούλγαρος νεκρός.
Οι Βούλγαροι συνέλαβαν τους 23 ενώ 7 διέφυγαν κρυμμένοι μέσα στα πουρνάρια, ο Κούπενος Μιχάλης (καπετάν Τσανάκας) με τον γιό του Κώστα και τον γαμπρό του Ζαραβάτη Γιώργο, ο Μήλιος Αλέξανδρος, ο Ζαραβάτης Δήμος, ο Κιουμουρτζής Δημήτριος και ο Σκουταρίδης Αθανάσιος. Οι τρεις από αυτούς, ο Κούπενος Μιχάλης, Κούπενος Κώστας και Ζαραβάτης Γεώργιος κατόρθωσαν να φθάσουν στην Κομοτηνή με περιπέτειες και κινδύνους που έχω ακούσει πολλές φορές και η περιγραφή τους είναι μεγάλης διάρκειας.
Εγκατασταθήκαν στο υπόγειο του σπιτιού του Μπάρμπα Γιώργη και της Κυρίας Μαριγώς (Ξαδέλφης του Μιχάλη Κούπενου), στο Αρμενιό, κοντά στο 2ο δημοτικό σχολείο. Εκεί παρέμειναν μήνες και μέχρι την απελευθέρωση και αποχώρηση των Βουλγάρων. Στο σπίτι αυτό έμεινα ως μαθητής Γυμνασίου επί τέσσερα χρόνια και έχω ακούσει άπειρες ιστορίες για τη δραματική διαβίωση τους στο υπόγειο του δωματίου που κοιμόμουν, για τις εφόδους των Βουλγάρων που τους έψαχναν και τη διατροφή τους. Στις επανειλημμένες εφόδους των Βουλγάρων που τους έψαχναν, κοβόταν η ανάσα της κυρίας Μαριγώς που λαχταρούσε κάθε φορά μήπως ανακαλύψουν το καπάκι του υπογείου που ήταν σκεπασμένο με κουρελού.
Ο Μήλιος Αλ. βάδισε προς την Εργάνη (κοντινό χωριό), έπεσε σε Βουλγαρική περίπολο, τραυματίστηκε και τελικά βρέθηκε νεκρός σε άλλο σημείο με τραύματα.
Οι Ζαραβάτης Δήμος και Κιουμουρτζής Δημήτριος για αρκετές μέρες κρύβονταν στα υψώματα και χωράφια του χωριού Σεβαστή (Σινδικλέρ). Κάποιος μουσουλμάνος κάτοικος του χωριού τους πρόδωσε. Σε ενέδρα που έστησαν οι Βούλγαροι σκότωσαν τον Ζαραβάτη Δήμο και λίγες μέρες μετά συνέλαβαν και εκτέλεσαν και τον Κιουμουρτζή Δημήτριο με πρόχειρες και βάρβαρες διαδικασίες. Ο Θοδωρής Κιουμουρτζής είχε διπλή απώλεια. Έσφαξαν οι Βούλγαροι το γιό του Δημήτρη και το γαμπρό του Νικόλαο Τσερκέζη, που του άφησαν τέσσερα εγγόνια (αγέννητα έως τριών ετών).
Κάπου στον κάμπο της Κομοτηνής συνέλαβαν οι Βούλγαροι τον Σκουταρίδη Αθανάσιο και τον εκτέλεσαν.
Ο Τσιμλιαράκης μετά την απελευθέρωση καταδικάστηκε, φυλακίστηκε αλλά τελικά αθωώθηκε και έζησε στην Ξυλαγανή μέχρι γήρατος.
Στα υπόλοιπα 23 παλληκάρια που συνέλαβαν οι Βούλγαροι έβγαλαν όλο το μένος τους. Τους βασάνισαν μέχρι θανάτου. Μισοζωντανούς, παραμορφωμένους και σακατεμένους τους μετέφεραν με φορτηγό τσουβαλιασμένους στη Βουλγαρία για δίκη και εκτέλεση.
Η απόφαση ήταν άμεση. Επιστροφή στην Ξυλαγανή και εκτέλεση προς παραδειγματισμό. Μαύρες ημέρες και πένθιμες. Όλα τα κάλυπτε φοβέρα, σκλαβιά, θρήνος και οδυρμός. Ουδείς πλέον τολμούσε να μιλήσει ή να διαμαρτυρηθεί. Στις 9 Απριλίου έγινε η εκτέλεση των 23 παλικαριών στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το μνημείο (2,5 χλμ περίπου έξω από την Ξυλαγανή).
Στη συνέχεια με κάρα τους μετέφεραν και τους έθαψαν ομαδικά στον Καράτεπε (Μαύρο Λόφο) στην άλλη μεριά του χωριού. Η διέλευση έγινε μέσα από το χωριό προκλητικά και σαδιστικά, αψηφώντας και αδιαφορώντας για τον αβάστακτο πόνο και την ψυχική κατάσταση των γονιών τους, των παιδιών τους των συζύγων και αδελφών τους.
Φήμες διέρρευσαν από Βουλγάρους ότι θα γίνει σφαγή όλων των άνω των 16 ετών ανδρών της Ξυλαγανής. Μαύρες ώρες και μέρες στο χωριό. Κλάματα, οδυρμοί και κλίμα μελλοθανάτων. Φρουρά και απαγόρευση κυκλοφορίας. Προφανώς δεν εγκρίθηκε από τη μεγαλόκαρδη κυβέρνηση τους και δεν πραγματοποιήθηκε. Τα πάντα υπέστησαν οι Ξυλαγανιώτες.
Μετά την απελευθέρωση έγινε η εκταφή των μαρτυρικά σφαγιασμένων ανδρών και η ταφή τους στο σημείο που εκτελέστηκαν, όπου και το σημερινό μνημείο.
Μέσα σ’ αυτά τα παλικάρια ήταν και ο αδελφός του πατέρα μου (Νικόλαος Τσερκέζης, 33 ετών) που άφησε σύζυγο με τρία παιδιά. Η γιαγιά μου η Βασιλική τον έκλαψε μέχρι το τέλος της ζωής της μαζί με άλλες δύο κόρες που έχασε προηγουμένως. Τα μαύρα τα φόρεσε η Ξυλαγανή για πολλά χρόνια. Συνεχίζει να τιμά βεβαίως τη μνήμη των παιδιών της που έπεσαν ηρωικά για τη λευτεριά.
Ακολούθησε αμέσως σχεδόν ο εμφύλιος που οι Ξυλαγανιώτες τον πλήρωσαν επίσης με αίμα όπως όλη η Ελλάδα. Οι ληστείες, οι πυρπολήσεις, οι ζωοκλοπές, οι αναγκαστικές κατατάξεις στα ανταρτικά σώματα και οι φόνοι από ελληνικά χέρια πόνεσαν πιο πολύ και άφησαν ανεξίτηλα σημάδια και πολλαπλά παράγωγα.
Εμείς οι συγγενείς και απόγονοι των ηρωικά πεσόντων παλικαριών της Ξυλαγανής, πιστοί στις αρχές και τα ιδανικά μας, τιμούμε τη μνήμη τους, δεν ξεχνάμε και θα στέλνουμε κάθε χρόνο ιστορικό μήνυμα των επαίσχυντων πράξεων στους υπαίτιους αλλά και στους απογόνους τους.
(Έτσι περίπου τα άκουσα από τον Κούπενο Μιχάλη, τον Καπετάν Τσανάκα)
Τσερκέζης Τάσος».